ποδικός

ποδικός
-ή, -ό / ποδικός, -ή, -όν ΝΜΑ [πους, ποδός]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι, ποδιαίος («ποδική αρτηρία»)
2. φρ. α) «ποδική καμάρα»
ανατ. η τοξοειδής διαμόρφωση τού πέλματος τού ποδιού, που αποτελεί προϋπόθεση για τη φυσιολογική στατική λειτουργία του
β) «ποδικός μυς»
ανατ. ονομασία δύο μυών τού ποδιού από τους οποίους ο ένας εκτείνει τα μικρά δάκτυλα και ο άλλος το μεγάλο δάκτυλο
γ) «ποδική επιφάνεια»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τών ποδών τών καθέτων που φέρονται από ένα σημείο τού χώρου προς όλα τα επίπεδα τα οποία εφάπτονται με την επιφάνεια
δ) ποδική καμπύλη»
μαθημ. ο γεωμετρικός τόπος τής κορυφής ορθής γωνίας, η μία από τις πλευρές τής οποίας διέρχεται από σταθερό σημείο, ενώ η άλλη εφάπτεται με καμπύλη που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το σταθερό σημείο
μσν.-αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε έναν μετρικό πόδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποδικός — of a metrical foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικῶν — ποδικός of a metrical foot fem gen pl ποδικός of a metrical foot masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικόν — ποδικός of a metrical foot masc acc sg ποδικός of a metrical foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικοί — ποδικός of a metrical foot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικοῦ — ποδικός of a metrical foot masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικούς — ποδικός of a metrical foot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδική — ποδικός of a metrical foot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικήν — ποδικός of a metrical foot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικῶς — ποδικός of a metrical foot adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδικῷ — ποδικός of a metrical foot masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”